-
1 λάσται
Grammatical information: f.Other forms: Shortened form λάστρις (EM 159,30).Derivatives: Besides λάσταυρος ' κίναιδος' (Theopomp., AP), ἡμι-λάσταυρος (Men.), hardly after κένταυ-ρος, cf. H.: κένταυροι... καὶ οἱ παιδερασται(?).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Fur. 383 connects λασιτός κίναιδος and λεσιτὸς πόρνη. The root λασ- is clearly Pre-Greek. (Therefor not to λιλαίομαι.)Page in Frisk: 2,89Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λάσται
-
2 Λασίσματα
Λασίσματα· ὡς σοφιστοῦ τοῦ Λάσου καὶ πολυπλόκου, Hsch. [full] λασιτός· κίναιδος, ἢ λεσιτός πόρνη, Id. (cf. λαίσιτος). [full] λασιχνεύουσα· πλανωμένη ([place name] Sicel), Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Λασίσματα
См. также в других словарях:
λασιτός — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κίναιδος, ἢ λεσιτός πόρνη» … Dictionary of Greek